Ήθη και έθιμα

Σαν βρεθείς στο Όμοδος, τις νύκτες της Αγίας Εβδομάδας για να παρακολουθήσεις από κοντά τα Θεία Πάθη, η ψυχή σου θα πλημμυρίσει από συγκίνηση και αγαλλίαση. Όλοι οι πιστοί κάθε βράδυ γεμίζουν ασφυκτικά την εκκλησία του Τιμίου Σταυρού Ομόδους.
Λεπτομερειακά θα αναφερθούμε στις νύκτες της Αγίας Πέμπτης και Αγίας Παρασκευής, που επικρατεί η πιο βαριά και πένθιμη ατμόσφαιρα και το Άγιο Σάββατο.

ΑΓΙΑ ΠΕΜΠΤΗ
Μέσα στην εκκλησία όλα είναι σκεπασμένα με μαύρο ρούχο. οι εικόνες στο εικονοστάσι και στους τοίχους, ο ιερατικός θρόνος, ο Τίμιος Σταυρός.
Ο οικονόμος της εκκλησίας διαβάζει τα δεκατέσσερα ευαγγέλια στους πιστούς και ύστερα από το θλιβερό μαντάτο, «Σήμερον κρεμάται επί ξύλου ο εν ύδασι την γην κρεμμάσας», που ακούγεται από την φωνή του Φυτή, του δεξιού ψάλτη, κατανυκτικά στο ναό, γίνεται η περιφορά του Εσταυρωμένου. Στη μέση της εκκλησίας βρίσκονται τρία στηρίγματα. Το μεσαίο για το Σταυρό και τον Εσταυρωμένο, το δεξί για την Παναγία και το αριστερό για τον Ιωάννη. Όλο το εκκλησίασμα περνά ευλαβικά και προσκυνά στο Σταυρό τον Υιού του Θεού. Αργά μετά το πέρας του εσπερινού, της Σταύρωσης γύρω στις 11π.μ. οι νέες κοπέλες συγκεντρώνονται στην εκκλησία, μεταφέρουν λουλούδια όπως τριαντάφυλλα, γαρύφαλλα και άλλα διάφορα ανοιξιάτικα της εποχής και με πολλή τέχνη και προσοχή στολίζουν το Επιτάφιο για να είναι έτοιμος για την Αγία Παρασκευή.

ΑΓΙΑ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
Το πρωινό της Αγίας Παρασκευής, στη λειτουργία γίνεται η Αποκαθήλωση του Εσταυρωμένου. Ο Σταυρός και οι άλλες δύο εικόνες παίρνουν την θέση τους μέσα στο ιερό, ενώ το γυμνό ακόμη κουβούκλι του Επιταφίου μπαίνει στο μέσο του ναού, για να τοποθετηθεί πάνω του η εικόνα που παριστάνει την ταφή του Χριστού. Ομάδες νεαρών, τόσο αγοριών όσο και κοριτσιών βγαίνουν στις ανώγιες βεράντες των παλιών συνοδικών της Μονής και με ύφος θλιμμένο αρχίζουν να τραγουδούν το Θρήνο της Παναγίας, ενώ πλήθος κόσμου, στέκεται όρθιο στη μεγάλη αυλή της εκκλησίας και τους ακούει.

«Άδε μαντάτο σκοτεινό τζιαι μέρα λυπημένη επκιάσαν τον υιούλλη μου τζι’ έμειν’ορφανεμένη.

Σαν τον ληστήν τον πέρνουσιν σαν τον φονιά τον δείννουν τζιαι στον Πιλάτο παίρνουν τον, ομπρός του τον εστήνουν.

Θκυό καρφικά του βάλασιν πάνω στα θκυό του σσιέρκα τζιαι άλλα θκυό του μπήξασιν πάνω στα θκυό του πόδκια».

Με το τέλος του τραγουδιού αυτού, θλιμμένοι οι Χριστιανοί, τραβούν για τα σπίτια τους, για να επιστρέψουν και πάλι το βράδυ στην εκκλησία, όπου θα παρακολουθήσουν τον εσπερινό της Μεγάλης Παρασκευής, μέσα σε ατμόσφαιρα ευλάβειας, κατάνυξης και πένθους.
Δυό μεγάλες ομάδες από νέες, νέους, και μεγαλύτερους στέκονται γύρω από τον Επιτάφιο και ψάλλουν το «Η Ζωή εν Τάφω, Άξιον εστί ως αληθώς και το Αι γενεαί πάσαι.»
Νεαρές κοπέλες ραίνουν τον Επιτάφιο με μερρέχες και με ανθούς λουλουδιών μέσα σε πανεράκια, μόλις ακουστεί από την χορωδία το:
«Έραναν τον τάφον αι μυροφόροι μύρα.»
Η περιφορά του επιταφίου γίνεται στους δρόμους του χωριού. Τέσσερις νέοι σηκώνουν το κουβούκλι και το βγάζουν έξω από την νότια πόρτα του ναού.
Κατά την διάρκεια της περιφοράς, η συνοδεία σταματά στα σημεία όπου υπήρχε ή υπάρχει βρύση νερού, αναπέμπεται δέηση από μέρους των ιεροψαλτών, οι δε πιστοί ένας – ένας περνούν κάτω από το κουβούκλι. Με το τέλος της περιφοράς, μπαίνουν και πάλι μέσα στην εκκλησία, όπου συνεχίζεται για ακόμη λίγο ο εσπερινός της Μ. Παρασκευής.

Άγιο Σάββατο 
Οι νεαροί του Ομόδους νωρίς το απόγευμα του Αγίου Σαββάτου ανάβουν τον κούζαλο, με πολλά ξύλα που μαζεύουν προηγουμένως.
Όλες οι γυναίκες του χωριού προχωρούν στο άναμμα των καντηλιών και κεριών, πριν κτυπήσουν οι καμπάνες για την Ανάσταση, στα μνήματα των νεκρών από συγγενείς τους, γιατί πιστεύεται ότι με την Ανάσταση του Χριστού θα αναστηθούν και οι ψυχές μια μέρα.

Πολλά από αυτά τα ήθη και έθιμα σχετίζονται με την μέρα της γιορτής του Σταυρού. Από τα πολύ παλιά χρόνια τη μέρα της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού, στις 14 του Σεπτέμβρη, στο Όμοδος γίνεται ένα από τα λαμπρότερα και μεγαλύτερα πανηγύρια στην Κύπρο. Πολλά και διάφορα είναι τα ήθη και έθιμα, που είναι στενά συνδεδεμένα με την τελετή της Υψώσεως.

Στον νάρθηκα της Εκκλησίας σε ειδική εξέδρα τοποθετείται μεγάλη κολυμβήθρα γεμάτη με νερό. Αμέσως μετά τη δοξολογία, με μεγάλη λαμπρότητα σχηματίζεται πομπή. Προπορεύονται τα λάβαρα, τα εξαπτέρυγα, η χορωδία των ψαλτών και ακολουθούν ο ιερέας που μεταφέρει στους ώμους του τον Τίμιο και Ζωοποιό Σταυρό, ο Μητροπολίτης, οι εορτάζοντες και πλήθος πιστών. Εκεί εμβαπτίζουν στην κολυμβήθρα τον Σταυρό. Οι ιερείς βαστούν μερέχες γεμάτες ροδόσταγμα και ραντίζουν τα νερά. Ταυτόχρονα οι ιερείς με το βασιλικό, που φέρνουν οι πιστοί, ραντίζουν τα πλήθη του κόσμου, ενώ όλοι μαζί, ιερωμένοι και λαϊκοί, ψάλλουν το Σώσον Κύριε το λαό σου.

Είναι μια μεγάλη συνάθροιση, γεμάτη με χριστιανική κατάνυξη. Μετά το τέλος της Υψώσεως , πολλοί από τους ευλαβείς πιστούς παίρνουν ύψωση δηλαδή αγιασμένο νερό, που έγινε με το βάπτισμα του Σταυρού και το βάζουν σε μικρά μπουκαλάκια και το φυλάγουν. Πιστεύουν, ότι είναι θαυματουργή και με αυτή ραντίζουν τα σπίτια τους και πίνουν κατανήστικοι. Ακόμα παίρνουν στα σπίτια τους και βασιλικό για να τα αγιάσουν. Ο βασιλικός συμβολίζει εκείνο το βασιλικό που βλάστανε πάντοτε, στον τόπο του Γολγθά ,κάτω από τον οποίο ήταν ο Τίμιος Σταυρός.

Κατά τη μέρα της γιορτής του Σταυρού, συνηθίζεται η τοποθέτηση του Τιμίου Σταυρού σε ειδική εξέδρα και ανοίγεται ο Τίμιος Κάνναβος, δηλαδή το Άγιο Σχοινί για προσκύνημα από τους πιστούς, που καταφθάνουν από τα διάφορα μέρη της Κύπρου και του εξωτερικού. Αυτό γίνεται μόνο στις 14 του Σεπτέμβρη και επαναλαμβάνεται ακόμη μερικές φορές σε άλλες γιορτινές μέρες του χρόνου, όπως την Κυριακή της Ορθοδοξίας, της Σταυροπροσκυνήσεως, το Πάσχα, τη Δευτέρα της Διακαινησίμου και την 1η Αυγούστου.

Ανάμεσα στους Ομοδίτες υπάρχει η αντίληψη, ότι όλα πρέπει να λάμπουν στο πανηγύρι του Μεγάλου Αφέντη, όπως επικρατεί να λέγεται ο Τίμιος Σταυρός. Από πολλές μέρες πριν, οι νοικοκυρές ασπρίζουν και καθαρίζουν τα σπίτια τους, για να είναι πεντακάθαρα και έτοιμα να φιλοξενήσουν τους ξένους τους. Γενικά το συγύρισμα των σπιτιών και η προετοιμασία των κέντρων και των άλλων δημόσιων χώρων, ξεπερνά κατά πολύ τα όρια της συνηθισμένης καλαισθησίας. Φυσικά από το κάθε σπίτι δε λείπουν τα ξακουστά και μυρωδάτα αρκατένα κουλούρια, που για πρώτη φορά παρασκευάστηκαν στο Όμοδος το 1860. Από αυτά τα κουλούρια οι νοικοκυρές, παλιά και σήμερα, συνηθίζουν να προσφέρουν στους ξένους τους.

Το πανηγύρι του Σταυρού εκτός από το θρησκευτικό χαρακτήρα του, έχει και εμπορικό, όπως συνέβαινε κατά την παλιά εποχή. Γινόταν και γίνεται ένα μεγάλο εμποροπανηγύρι, στο οποίο ο κάθε επισκέπτης βρίσκει το κάθε τι, από διάφορα εμπορεύματα, χρυσαφικά διαφόρων ειδών, λογής παιχνίδια για τα παιδιά, μέχρι ζώα και οτιδήποτε άλλο μπορεί να φανταστεί κανένας.

Στα πλαίσια των πανηγυρικών εκδηλώσεων της γιορτής του Σταυρού παλιά, την περίοδο του 1935, καθιερώθηκαν και γίνονταν εκθέσεις κεντημάτων, ζώων και λουλουδιών, όπως και διάφορα αθλητικά αγωνίσματα. Σήμερα μερικές από αυτές τις εκδηλώσεις μεταφέρθηκαν και γίνονται την ημέρα του Δεκαπενταύγουστου, στα πλαίσια των Ληναίων Ομόδους.

Η ανάπτυξη του συγκοινωνιακού δικτύου και η πληθώρα των μεταφορικών μέσων, άλλαξαν κυριολεκτικά τον μεγαλοπρεπή χαρακτήρα και την λαμπρότητα του πανηγυριού. Πολλές μέρες πριν από το πανηγύρι, όχι μόνο από τα διάφορα μέρη της Κύπρου, αλλά και από το εξωτερικό, πλήθος κόσμου και πιστών μαζευόταν στο χωριό, για να πάρει μέρος στην τελετή της Υψώσεως και στις άλλες εκδηλώσεις. Τα πολυτελή αυτοκίνητα, σήμερα, αντικατέστησαν τα τότε μεταφορικά μέσα, τα αμάξια και τα μουλάρια, που οι αναβάτες τους ντυμένοι με τα γιορτινά τους, φρόντιζαν όπως ο καθένας τους, στολίσει καλύτερα το δικό του.

Τα κασετόφωνα αντικατέστησαν τα βιολιά και τα λαούτα, που ξακουστοί βιολάρηδες έπαιζαν και δημιουργούσαν κέφι και γλέντι μέχρι τα ξημερώματα, ανάμεσα στους χωριανούς και τους «παναϊρκώτες». Πολλοί παλιοί άνθρωποι ακόμη θυμούνται και αναπολούν εκείνες τις όμορφες και χαρούμενες στιγμές της γνήσιας κυπριακής παράδοσης .
Όπως και τότε έτσι και σήμερα στη μεγάλη πλατεία του χωριού διατηρούνται τα καφενεία και οι φούρνοι για το κλέφτικο.

Είναι γνωστό, ότι σχεδόν ολόχρονα γίνονται διάφορες εκδηλώσεις που σχετίζονται με το Σταυρό. Μια από αυτές είναι και η περιφορά του Τμίου Σταυρού στο χωριό, γιορτή εξίσου σημαντική με αυτή που γίνεται στις 14 του Σεπτέμβρη. Η γιορτή αυτή γίνεται την Τρίτη της Λαμπρής και είναι η μέρα που ο Αφέντης, ο Τίμιος Σταυρός, μπαίνει στο σπίτι του καθένα ξεχωριστά. Ο Τίμιος Σταυρός βασταζόμενος στους ώμους του Ιερέα, με την συνοδεία πολλών άλλων ιερών κειμηλίων της Μονής μπαίνει σε κάθε σπίτι για να προσκυνηθεί από τους ευλαβικούς κατοίκους, που τον περιμένουν ντυμένοι στα γιορτινά τους.

Του Σταυρού προπορεύονται τα εξαπτέρυγα , οι ψάλτες και χορωδία από μαθητές του Γυμνασίου. Πλήθος πιστών, χωριανών και ξένων, ακολουθούν το Σταυρό. Όσοι από τους κατοίκους διαθέτουν κυνηγετικά όπλα, κατά την είσοδο και έξοδο του Σταυρού από τα σπίτια τους, συνηθίζουν να ρίχνουν πυροβολισμούς για να τον καλωσορίσουν και να τον κατευοδώσουν. Μόλις μπει στο σπίτι τους, βάζουν πρώτα λιβάνι και καπνίζουν. Μετά ραντίζουν με ροδόσταγμα το Σταυρό και τον προσκυνούν. Δείγμα της βαθιάς πίστης των Ομοδιτών προς τον προστάτη τους, είναι η γενναία εισφορά όλων με χρηματικά ποσά, προς την Εκκλησία.

Στο Όμοδος συναντά κανείς όλα αυτά τα πατροπαράδοτα ήθη και έθιμα που αναφέρθηκαν πιο πάνω και άλλα πολλά, που είναι στενά συνδεδεμένα με την αγροτική ζωή των κατοίκων του Ομόδους και τη θρησκευτική παράδοση του Μοναστηριού. Πολλά από αυτά διατηρούνται ακόμα ζωντανά και καλούμε την σημερινή γενιά του Ομόδους να συνεχίσει να τα διαφυλάττει και να τα διατηρεί άσβεστα, όπως τα δημιούργησαν και κληροδότησαν σ’ αυτήν, οι παλιές γενιές. Μόνο τότε θα πάμε μπροστά , αν επιστρέψουμε στην παράδοση του τόπου μας και βιώσουμε τα γνήσια χαρακτηριστικά της.

Παλιά στο Όμοδος, κατά την ημέρα της γιορτής των Φώτων, έπαιρναν από την εκκλησία φως και φώτιζαν τα μικρά παιδιά. Δηλαδή έκαιαν με το φως αυτό τρίχες της κεφαλής του παιδιού, στα τέσσερα της σημεία. Επίσης έφερναν και φέρνουν και σήμερα, αγιασμό στο σπίτι και πίνει όλη η οικογένεια.

Όταν γεννιόταν ένα παιδί, στο Όμοδος παλαιότερα, υπήρχε η συνήθεια, κοντά σ΄ αυτό, εκτός από την μητέρα του βρέφους, να βρίσκεται κοντά και άλλο πρόσωπο για να το προφυλάγει, μέχρι που η μητέρα να «σταυρώσει», γιατί πίστευαν πως μέχρι «τες σαράντα μέρες το μνήμαν της λιχούσας ήταν ανοιχτόν» και υπήρχε φόβος να «ντζιστούν» από τους δαιμόνους, οι οποίοι ήταν δυνατό ν’ αλλάξουν τα παιδιά τους με νεογέννητα.

Όταν κάποιο παιδί υπέφερε με ρίγος, για να θεραπευτεί, το έβαζαν να καβαλλικεύσει πάνω στον «σύρτην του φούρνου» και ύστερα να βγει έξω στο δρόμο. Όταν το έβλεπε κάποιος άλλος, τότε εκείνος που θα γελούσε έπαιρνε την ασθένεια και εθεραπεύετο το παιδί, από το ρίγος.

Αν πάλι κάποιο παιδί «εσεληνιάζετο» για πρώτη φορά, τότε εκεί που έπεφτε έμπηγαν μαχαίρι και έπειτα έσκαβαν και πιστεύοταν ότι έβρισκαν κάρβουνα σβησμένα, τα οποία κοπάνιζαν και τα πότιζαν στο παιδί με νερό, για να μην σεληνιασθεί άλλη φορά.

Αν ένα παιδί είχε περνάρι δηλ. εξανθήματα, τότε ξερίζωναν ένα κρίνο από το δάσος ή πήγαιναν σε δέντρα, που θεωρούνταν ιερά και κρεμούσαν σ’ αυτά κομμάτια από τα ρούχα του παιδιού και πιστευόταν ότι θεραπευόταν.

Στο Όμοδος, παλιά, όταν έκοβαν τα μαλλιά για πρώτη φορά από το παιδί, ο πατέρας έβαζε το πουγγί (πορτοφόλι) του, μπροστά από το παιδί και ότι έπαιρνε ήταν δικό του.

Τον μήνα Μάη και τα δίσεκτα χρόνια στο Όμοδος δεν γίνονταν γάμοι, γιατί έκαμναν παιδιά δίσεκτα, που προεξείχε η σιαγόνα τους. Δεν παρέθεταν δε, ούτε χοιρινό κρέας κατά τον γάμο, γιατί πιστευόταν ότι χήρευαν.

Οι προετοιμασίες του γάμου άρχιζαν από την προηγούμενη βδομάδα και με την συνοδεία μουσικών οργάνων, πήγαιναν στη βρύση όπου έπλεναν «τα μαλλιά του κρεβαδκιού» και το σιτάρι, με το οποίο ετοίμαζαν τα ψωμιά, τα κουλούρια και το ρέσι.

Περίπου μια βδομάδα πριν το γάμο, οι συγγένισσες, οι φιλενάδες και οι κουμέρες, πήγαιναν στο σπίτι της νύμφης, έπαιρναν τα μαλλιά του νυμφικού κρεβατιού και τα πήγαιναν στην βρύση, όπου με τραγούδια τα έπλεναν και τα έφερναν ύστερα στο σπίτι της νύμφης, όπου τα άπλωναν για να στεγνώσουν.

Τις τρεις πρώτες μέρες του γάμου δεν εθεωρείτο καλό οι νιόπαντροι να βγουν από το σπίτι τους, μέχρι το πρωί της Τετάρτης, που ο παπάς έλυνε το στεφάνι τους. Την Τετάρτη το πρωί η νύφη σηκωνόταν και καθάριζε το σπίτι, τα δε σκουπίδια τα έβαζε στη ποδιά της, ρίπτοντας μέσα και λίγα νομίσματα και ύστερα πήγαινε στη βρύση. Εκεί τα έρριπτε, έπλενε την ποδιά της και γέμιζε την στάμνα της νερό για το σπίτι.

Την επόμενη Κυριακή, μέχρι και σήμερα το ανδρόγυνο πηγαίνει στην εκκλησία. Μετά την θεία λειτουργία φιλενάδες, συγγένισσες και συγχωριανές της νύφης την συνοδεύουν μέχρι το σπίτι της. Την Κυριακή αυτή, γίνεται και ο λεγόμενος αντίγαμος ,όπου οι καλεσμένοι επισκέπτονται το σπίτι της νύφης και την «ραντίζουν» δηλ. την πλουμίζουν.

Αν καμιά φορά συνέβαινε να υπάρχουν δύο ή περισσότερα ανδρόγυνα, δεν θεωρείτο καλό να ξεκινήσουν την ίδια στιγμή για την εκκλησία, γιατί το ένα πατά το άλλο, κυρίως αν το ένα ξεκινούσε από ψηλότερο μέρος.

Επίσης δεν επιτρέπετο να επιστρέψουν από τον ίδιο δρόμο, που επήγαν, γιατί «τσιλλούν τες παδκιές τους», ούτε και να περάσει την ίδια μέρα άλλο ανδρόγυνο από τον ίδιο δρόμο, ούτε και ο γαμπρός να περάσει από τον δρόμο που πέρασε η νύφη. Τούτο ισχύει μέχρι σήμερα στο Όμοδος. Γι’ αυτό κατά τη μετάβαση στην εκκλησία για τα στεφανώματα, στο χωριό, ακολουθεί γυναίκα, η οποία σβήνει τα πατήματα του γαμπρού και της νύφης, για να προκόψει το ανδρόγυνο. Αν κατά την μέρα του γάμου βρέχει, λέγουν ότι η νύφη έτρωγε από μέσα «στην μαείρισσα».
Το γαμπρό στην εκκλησία συνοδεύει ο πατέρας του ή στενός συγγενής του, όπως και την νύφη.

Θα αναφερθούμε με πιο πολλά λόγια σε μια από τις μεγαλύτερες προετοιμασίες του γάμου, που γίνεται από παλιά μέχρι σήμερα στο Όμοδος.

Το ρέσι γίνεται από χοντροαλεσμένο σιτάρι, που το βράζουν σε μεγάλα «χαρτζιά» μέσα σε ζωμό ανάμεικτο από κομμάτια κρέας αρνιού, χοίρου, πουλερικών και τρώγεται σαν πηχτή σούπα.

Προτού αλεστεί το σιτάρι, πλένετε καλά. Τη δουλειά αυτή την κάνουν γυναίκες, συγγένισσες της νύφης ή του γαμπρού.

Παλιά τα βάζανε μέσα σε «πανέρκα» σε σκάφες, ή κόσκινα, και το πήγαιναν στη βρύση ή σε κοντινή πηγή και το έπλεναν.

«Σαν πήγαιναν οι κοπέλες προς τη βρύση τραγουδούσαν»

Ελάτε ούλες στο νερόν, στη βρύση για να πάμεν
να πλύνουμεν το ρέσιν μας, στον γάμον για να φάμε.
Ελάτε ούλες του χωρκού ν’ αλέσουμεν το ρέσιν
ν’αφα η νύφη κι’ ο γαμπρός, να δούμεν αν τ’ αρέσει.
Πέντε μαντήλια κόκκινα κι’ έναν ωραίον φέσιν,
Ελάτε, κοπελλούες μου, να πλύνουμεν το ρέσιν.»

Όταν επέστρεφαν στο σπίτι, το φρεσκοπλυμένο σιτάρι απλωνόταν σε καθαρές ψάθες ή πάνω σε χοντρά υφαντά, για να στεγνώσει κάτω από τον ήλιο. Ύστερα έμπαινε μέσα στα χειρομύλια και με τον ρυθμό της μυλόπετρας που γύριζε, οι κοπέλες ξανάρχιζαν το τραγούδι.

«Σαρανταπέντε γερανοί κ’ ένας ατός στην μέσην
ελάτε, κοπελλούες μου, ν’ αλέσουμε το ρέσιν.
Να πκιάσω στράταν μακρινήν, ν’ ακόψω χίλια μίλια
ελάτε, κοπελλούες μου , ούλλες στα χερομύλια.»

Δυστυχώς, σήμερα, τα ωραία αυτά τραγούδια δεν τραγουδιούνται, γιατί ούτε στην βρύση πηγαίνουν οι κοπέλες να πλύνουν το σιτάρι, ούτε τ’ αλέθουνε στα χερομύλια.

Μπορούμε να τ’ ακούσουμε μόνο σε ταινίες ή να τα διαβάσουμε σε βιβλία.